- περιοδικῶς
- περιοδικόςacquired in one's travelsadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιοδικώς — ΜΑ επίρρ. βλ. περιοδικός … Dictionary of Greek
περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… … Dictionary of Greek
καλλιόπη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν η πρώτη από τις εννέα Μούσες (βλ. λ.), κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μητέρα του Ορφέα και του Λίνου. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προστάτιδα της ποίησης, ιδιαίτερα της επικής. Μνημονεύεται από τον Ησίοδο ως η… … Dictionary of Greek
κυκλώ — (I) κυκλῶ, έω (Α) [κύκλος] 1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.) 3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ ἴσαι», Σοφ.)… … Dictionary of Greek
λάιτμοτιφ — το 1. μουσ. επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα, που εμφανίζεται κυρίως στην όπερα ή στα συμφωνικά ποιήματα 2. μτφ. φράση που επαναλαμβάνεται περιοδικώς στον προφορικό ή γραπτό λόγο αποτελώντας τον συνδετικό μίτο και υπογραμμίζοντας μια ιδέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ναρκοληψία — Ειδική παθολογική κατάσταση που συνίσταται σε ξαφνικά επεισόδια ακατανίκητης τάσης προς ύπνο σε άτομα που βρίσκονται σε πλήρη δραστηριότητα. Ο ύπνος αυτός παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φυσιολογικού ύπνου και επέρχεται κατά παροξυσμούς… … Dictionary of Greek
περιγηράσκω — Α γερνώ κατά περιόδους, γεράζω, μαραίνομαι περιοδικώς («καρποὺς διὰ τοῡ θέρους ὅλου περιγηράσκοντας...»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γηράσκω «γερνώ»] … Dictionary of Greek
περιφορά — (Αστρον.). Κίνηση που ένα ουράνιο σώμα εκτελεί γύρω από ένα κεντρικό άστρο, διαγράφοντας μια κλειστή τροχιά, σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Στο ηλιακό μας σύστημα, εκτός από τις π. των πλανητών. και των κομητών γύρω από τον Ήλιο, έχουμε και τις π … Dictionary of Greek
υπηρεσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπηρεσία (α. «υπηρεσιακό έγγραφο» β. «υπηρεσιακά καθήκοντα») 2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, αυτός που εκτελεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του 3. φρ. α) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» βλ.… … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek